καλαμίσκος

καλαμίσκος
ό (AM καλαμίσκος)
(υποκορ. τού κάλαμος*) λεπτό καλάμι που χρησιμεύει ως σωλήνας
μσν.
εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση τών μαλλιών και είδος κοσμήματος, καρφοβελόνας, για τα μαλλιά
αρχ.
βραχίονας ή κλάδος λυχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, υπαλληλ-ίσκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλαμίσκος — branch of a candlestick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκοι — καλαμίσκος branch of a candlestick masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκοις — καλαμίσκος branch of a candlestick masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκον — καλαμίσκος branch of a candlestick masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκου — καλαμίσκος branch of a candlestick masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκους — καλαμίσκος branch of a candlestick masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκων — καλαμίσκος branch of a candlestick masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίσκῳ — καλαμίσκος branch of a candlestick masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”